διέραμαι

διέραμαι
διέραμαι (αποθ.) (Α) [έραμαι]
αγαπώ υπερβολικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • έραμαι — ἔραμαι (Α) 1. νιώθω ερωτική επιθυμία («ἠράσθη τῆς ἑωυτοῡ γυναικός», Ηρόδ.) 2. επιθυμώ υπερβολικά κάτι («ὃς πολέμου ἔραται ἐπιδημίου», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ («ἀνδρῶν τυράννων κῆδος ἠράσθη λαβεῑν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ρ. έραμαι όσο και ο ιων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”